- αστυνόμος
- ο (Α ἀστυνόμος)νεοελλ.1. ανώτερος αξιωματικός της αστυνομίας2. προϊστάμενος αστυνομικού σταθμού, τμήματος κ.λπ.μσν.ο αστός, αυτός που κατοικεί σε πόληαρχ.1. αυτός που προστατεύει την πόληα) «ἀστυνόμαι θεαί»6) «ἀστυνόμαι ἀγλαΐαι» — επίσημες κρατικές γιορτέςγ) «ἀστυνόμαι ὀργαί» — αισθήματα υπακοής στους νόμους της πόλης2. ως ουσ. εκείνος που έχει την ευθύνη για την τάξη, την κατάσταση των δρόμων και των κτηρίων σε μια πόλη3. (στη Ρώμη) ο πραίτωρ.[ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ + -νομος < νέμω (πρβλ. αγρονόμος, δασονόμος, παιδονόμος, τροχονόμος)].
Dictionary of Greek. 2013.